- φκιαχτός
- -ή, -όβλ. φτιαστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτιαστός — φτιαστός, ή, ό και φτιαχτός, ή, ό και φκιαχτός, ή, ό επίρρ. ά, ο τεχνητός, ο μη φυσικός, ο φτιαγμένος, ο πλαστός, ο νοθεμένος: Η ευγενική του συμπεριφορά είναι φτιαχτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)